- αρλούμπα
- η1. φλυαρία, ανόητος λόγος2. η εντελώς απερίσκεπτη πράξη.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι προέρχεται με αναγραμματισμό από το *αμπούρλα < ιταλ. burla «αστείο, φάρσα», με ανάπτυξη του προθεματικού στοιχείου α-. Κατ' άλλους ο τ. αρλούμπα ανάγεται κατευθείαν στην ιταλ. φρ. alla burla «στ' αστεία»].
Dictionary of Greek. 2013.